Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Ο 80χρονος Μ. Στεφούδης περιγράφει πως έζησε την δολοφονία του αγωνιστή της ΕΔΑ Στ. Βελδεμίρη

26 Οκτωβρίου 1961. Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές. Δύο νεαρά μέλη της ΕΔΑ ο Μόρφης Στεφούδης και ο Στέφανος Βελδεμίρης, νοικιάζουν ένα ταξί και πηγαίνουν στη Δυτική Θεσσαλονίκη να πετάξουν προκηρύξεις. Σε μία στιγμή ακούγονται κρότοι και η σφαίρα στο κεφάλι του Στέφανου Βελδεμίρη τον οδηγεί στον θάνατο. Ο σύντροφος του που έζησε όλες τις δραματικές στιγμές μιλά στο Κόκκινο και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα και το κλίμα τρομοκρατίας της εποχής. 
«Ο Στέφανος ήταν ένας άνθρωπος τρομερός, είχε μία αδυναμία να είναι καθαρός, είχε μία αδυναμία να
είναι καλοντυμένος … όταν ήρθε με είδε στο χάλι που ήμουν και μου λέει ‘’έλα εντάξει ρε χαρμάνι’’ πετάει τα τσιγάρα σαντέ άφιλτρο κάπνιζε και εγώ τρελάθηκα να καπνίζω. Κάποια στιγμή κατεβαίνουμε στην Ιουστινιανού ήταν πιάτσα ταξί και κάνουμε μία συμφωνία με ένα ταξιτζή…  εμείς δεν του λέμε ποιες είναι οι προκηρύξεις και ποιοι είμαστε εκείνο που συμφωνήσαμε ήταν 3 φράγκα το χιλιόμετρο. Πηγαίνουμε στην Μπαλταδώρου φορτώνουμε στο πορτ-παγκάζ τα τσουβάλια βάζουμε και στο αυτοκίνητο μέσα παίρνουμε τη Λαγκαδά, ανεβαίνουμε και φτάνουμε στη στάση ΠΙΚΠΑ εκεί ήταν ο Σπύρος ο Σακέτας και τον έδωσε ο Στέφανος ένα μεγάλο πακέτο για την οργάνωση των νέων  της Παναγίας Φανερωμένης και των Συκεών και συνεχίσαμε»

Οι δύο άνδρες ξεκινούν να πετούν τις προκηρύξεις από  τα παράθυρα. Όταν φτάνουν στη συμβολή των οδών Φιλιππουπόλεως και Πέραν πετούν ο καθένας τους την τελευταία δεσμίδα των προκηρύξεων.

«Ακούμε ένα θόρυβο εγώ κάθομαι πίσω από τον ταξιτζή ο Στέφανος στη θέση του συνοδηγού από πίσω. Με το άκουσμα του θορύβου νιώθω ένα τσούξιμο στο δεξί μου το αυτί  στο παχουλό μέρος. Φωνάζω Στέφανε μας χτυπάνε πέσε κάτω να τη βγάλουμε τη νύχτα. Πέφτω εγώ κάτω εκεί που πατάμε, όταν υπολογίζω πια ότι φύγαμε μακριά σηκώνομαι πάνω και τι να δω ο Στέφανος. Από τη φαβορίτα κάτω λιγάκι, ήταν η τρύπα και μάτωσε»

Τότε ξεκινά ένας αγώνας δρόμου για να φτάσουν στο Λαϊκό Νοσοκομείο τον σημερινό Ιπποκράτειο αλλά και να ενημερώσουν την ΕΔΑ για όσα συνέβησαν. Κατά τη διαδρομή προς το νοσοκομείο ο Βελδεμίρης παραμένει ακίνητος, με το κεφάλι πεσμένο προς τα πίσω και χωρίς να μιλάει.

Έως ότου «στην οδό Αγίων Πάντων στη χαμηλή τη γέφυρα σταματάμε εκεί και μου λέει: ‘’ρε χαρμάνι το κεφάλι μου και τα μάτια μου δεν βλέπουνε’’».

 «Λίγο πριν φτάσουμε στο λευκό πύργο είχε την τελευταία αναλαμπή, όπως κάθε ετοιμοθάνατος, μου λέει: ‘’χαρμάνι εγώ φεύγω τελείωσε δεν γυρνάω πίσω θέλω να μου δώσεις μία δέσμευση μία υπόσχεση ότι θα συνεχίσεις σε αυτό που ξεκινήσαμε’’ και αφού είπε αυτά εγώ βέβαια του είπα: ‘’τι είναι αυτά που λες είσαι μία χαρά θα πάμε στο νοσοκομείο’’». Τότε ο Βελδεμίρης του ζήτησε να προσέχει την αρραβωνιαστικιά του Αναστασία, τον αδερφό του Γιώργο και την μικρή του αδερφή.

Όταν φτάνουν στο νοσοκομείο ο Βελδεμίρης ζητά να κατέβει μόνος του από το αυτοκίνητο όμως «ανοίγω την πόρτα, κάνει τρία βήματα μου  λέει: ‘’πιάσε με πέφτω, υποχωρεί η γη’’».

Οι δύο άνδρες μπαίνουν στο νοσοκομείο. Οι γιατροί σταματούν τον Στεφούδη πριν το χειρουργείο.  Τότε εκείνος ειδοποιεί τα κεντρικά της ΕΔΑ στη Θεσσαλονίκη όπου βρισκόταν ο Νίκος Τζένας.  «Το μόνο που ζήτησαν από μένα ήταν να μην πιαστώ σε καμία περίπτωση εκείνη τη μέρα», του διαμήνυσαν καθώς φοβήθηκαν πως η ασφάλεια θα έπαιζε άσχημο παιχνίδι για όσα συνέβησαν και του ζήτησαν να φτάσει στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ όπου βρισκόταν ο Βασίλης Εφραιμίδης.

Μετά από λίγα λεπτά βγαίνει στην αίθουσα αναμονής ένας νέος γιατρός, τον βρίσκει και τον προειδοποιεί να φύγει άμεσα από το νοσοκομείο καθώς άνδρες της ασφάλειας είχαν ήδη φτάσει και τον αναζητούσαν. «Ο φίλος σου, ο σύντροφός σου είναι τελειωμένος. Μην το έχεις τύψεις ότι τον εγκατέλειψες. Πήγαινε να μη σε πιάσουν», του λέει ο γιατρός.
 


 Ο Στεφούδης καταφέρνει να φύγει από το νοσοκομείο και ανεβαίνει στο λεωφορείο. «Τότε τα λεωφορεία είχαν στο πίσω μέρος ένα κάθισμα και ήταν ο εισπράκτορας. Πάω να δώσω τα χρήματα και βλέπω τότε ότι έχω αίματα και λέω αμάν αν αυτός δει ότι έχω αίματα θα πάρει την ασφάλεια τηλέφωνο. Σκουπίζομαι δίνω με προσοχή τα χρήματα κατεβαίνω μετά την Αριστοτέλους πηγαίνω στο Κοσμοπολίτ».

Μόλις φτάνει στο Κοσμοπολίτ τον υποδέχεται ο Βασίλης Εφραιμίδης. Ο Στεφούδης είναι ράκος αλλά διατηρεί δυνάμεις και την ψυχραιμία του. Μόλις αντικρύζονται με τον Εφραιμίδη, αγκαλιάζονται και ξεκινά να κλαίει για την μοίρα που βρήκε το σύντροφό του.

Στη συνέχεια μετά από συνεννόηση και συνοδευόμενος από  τους δικηγόρους της οργάνωσης Σύλλα Παπαδημητρίου και Αντώνη Μονσάν όπως και από τον Εφραιμίδη μεταβαίνει στα κεντρικά της Ασφάλειας στην Σβώλου. Μόλις μπαίνουν συναντούν τον διοικητική και τον αντιεισαγγελέα Παπαντωνίου να φεύγουν. «Εγώ τον Παπαντωνίου τον γνώρισα το 1952 στις Σέρρες … με έστειλε για δύο χρόνια εξορία στη Λέρο για αναμόρφωση».

Ο Στεφούδης απευθύνεται στον Παπαντωνίου με το όνομά του και στο διάλογο που ακολούθησε μαθαίνει πως οι δύο άνδρες πήγαιναν στο σημείο της δολοφονίας ενώ του ζητούν να παραμείνει εκεί.

Τότε απευθυνόμενος στους συντρόφους του λέει: «κατά το δικό μου το μυαλό ο διοικητής της ασφάλειας, της κεντρικής ασφάλειας δίωξης κομμουνισμού και ο εισαγγελέας Παπαντωνίου για να πηγαίνουν για τους Αμπελόκηπους για το 12 αστυνομικό τμήμα εκεί είναι ο δολοφόνος, τον έχουν στα χέρια τους».

Στις 4 τα ξημερώματα και αφού προηγήθηκαν προσπάθειες τρομοκράτησής του ο νεαρός Στεφούδης αφήνεται ελεύθερος με ένα χαρτί που τον κατονομάζει ως ουσιαστικό μάρτυρα.

Τελικά ύστερα από καμιά 15 ημέρες μαθαίνουν ότι «μίλησαν στον Παπαντωνίου και του είπαν και ότι όλη αυτή η δουλειά έγινε για να πάρουμε τις εκλογές, δεν θα τον παραδώσουμε τώρα, θα χάσουμε τις εκλογές, άσε να περάσουν να γίνουν εκλογές και μετά θα αποκαλύψουμε ποιος είναι».

Την επόμενη ημέρα πήγε στην κηδεία του συντρόφου του. Νωρίτερα οι αγωνιστές της ΕΔΑ μάλιστα πραγματοποίησαν και πορεία από το σπίτι του Βελδεμίρη στις Συκιές κρατώντας ένα άδειο φέρετρο, στεφάνια και συνθήματα. Στην Αγίου Δημητρίου μάλιστα τους μπλοκάρει η αστυνομία και ακολουθούν συγκρούσεις.

Την Κυριακή, την επόμενη ημέρα πήγε σε σχολείο στην Κάτω Τούμπα ως εκλογικός αντιπρόσωπος της ΕΔΑ. Θυμάται πως «στις 10.30- 11:00 έρχονται τρεις ασφαλίτες ή παρακρατικοί. Δεν τους γνώριζα. Με δείχνει ένας το περίστροφο και μου λέει: ‘’εδώ σε έχω, σε περιμένουμε’’». Τότε ζητά την συνδρομή του δικαστικού αντιπροσώπου και τηλεφωνεί στα γραφεία της ΕΔΑ.  Τα δύο αυτοκίνητα που πηγαίνουν να τον πάρουν δέχονται επίθεση με πέτρες από παρακρατικούς.

«Όλο αυτό το πράγμα έγινε να μην μπορέσει η αριστερά να σηκώσει κεφάλι να μειώσουν τα ποσοστά της γιατί είχαμε πάρει στις προηγούμενες εκλογές του 1958 24,6%», εκτιμά.

«Από εκείνη τη στιγμή μέχρι σήμερα με κυνηγάει η αγωνία ότι τελικά ζω από λάθος του σκοπευτή χωροφύλακα, όταν δηλαδή μιλάω και ξανάρχονται εικόνες, όλη η διαδικασία λέω γιατί», καταλήγει ο Μόρφης Στεφούδης.

Ο δολοφόνος του Στέφανου Βελδεμίρη ήταν ένας χωροφύλακας και δεινός σκοπευτής ο Σπυρίδων Φιλίππου. Καταδικάστηκε, σε μία δίκη παρωδία, σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση στης φυλακές Κασσάνδρας. Σε δύο χρόνια ήταν έξω. Ο Στεφούδης τον συνάντησε μερικές φορές. Τον έβλεπε από μακριά στην Εγνατία απέναντι από τα γραφεία του ΚΚΕ να πουλά κουλούρια σε μία λαμαρίνα. Δεν του μίλησε ποτέ.

Από τότε ο Μόρφης Στεφούδης παρέμεινε ενεργό μέλος στην Αριστερά. Πρώτα στο ΚΚΕ εσωτερικού, έπειτα ανένταχτος και σήμερα στα 80 του στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πολλοί τον πίκραναν και ο ίδιος έκανε λάθη όπως λέει. Αλλά θυμάται με πικρία όταν στις αρχές της μεταπολίτευσης ο αδερφός του Στέφανου, Γιώργος αλλά και άλλοι παλιοί σύντροφοί του, τον ξέχασαν στα λεγόμενα τους και στα γραπτά τους. «Δεν περίμενα από ανθρώπους που με γνώρισαν για όλο μου το βίο και για όλη μου τη δράση ότι θα είχα μία τέτοια αντιμετώπιση».
 Κατερίνα Μπακιρτζή-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.